Το έτος 2007 σημειώνει την εβδομηκοστή επέτειο του πιο τρομερού γεγονότος στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Έχοντας οργανώσει τον Αύγουστο 1936 μία πολιτικά στημένη δίκη στην Μόσχα που έδωσε ένα ψευτο-νομικό κάλυμμα για την δολοφονία του Λεβ Κάμενεφ, του Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, του Ιβάν Σμιρνόφ και άλλων ηγετών της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Στάλιν εξαπέλυσε το 1937 μιαν εκστρατεία τρόμου που ο σκοπός της ήταν η καταστροφή όλων των υπολειμμάτων της μαρξιστικής σκέψης και κουλτούρας στην Σοβιετική Ένωση. Η τρομοκρατία είχε σαν στόχο την εξόντωση ουσιαστικά όλων όσων είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, ή που σε κάποιο σημείο της σταδιοδρομίας τους είχαν ταυτιστεί με κάποια μορφή μαρξιστικής και σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης προς το Σταλινικό καθεστώς, ή συνδέονταν - είτε προσωπικά ή μέσα από τους συντρόφους τους, φίλους και οικογένεια - με ένα Μαρξικό πολιτικό, πνευματικό ή πολιτιστικό περιβάλλον.
Ακόμη και μετά το πέρασμα εβδομήντα χρόνων, ο αριθμός αυτών που δολοφονήθηκαν από το Σταλινικό καθεστώς το 1937-1938 δεν έχει οριστικά διαπιστωθεί. Σύμφωνα με μία πρόσφατη ανάλυση του καθηγητή Μάικλ Έλλμαν του πανεπιστήμιου του Άμστερνταμ, η «καλύτερη εκτίμηση που μπορεί να γίνει σήμερα για τον αριθμό των θανάτων από την καταστολή του 1937-1938 είναι της τάξης των 950.000 - 1,2 εκατομμύρια, δηλαδή, περίπου ένα εκατομμύριο. Αυτή είναι η εκτίμηση που θα πρέπει να χρησιμοποιείται από ιστορικούς, δάσκαλους και δημοσιογράφους που ενδιαφέρονται για την Ρωσική - και παγκόσμια - ιστορία του εικοστού αιώνα.» (2). O Έλλμαν σημειώνει ότι η ανακάλυψη νέων αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να απαιτήσει σε κάποια στιγμή την αναθεώρηση αυτού του αριθμού.
Υπάρχουν ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία στα αρχεία που προσφέρουν μία λεπτομερή εικόνα για το πως ο Στάλιν και τα τσιράκια του στο Πολιτικό Γραφείο και το NKVD οργάνωσαν και εκτέλεσαν την εκστρατεία τους μαζικής δολοφονίας. Το Στρατιωτικό Συμβούλιο του Ανώτατου Δικαστηρίου της ΕΣΣΔ έπαιξε κεντρικό ρόλο στην διάπραξη της μαζικής δολοφονίας με δικαστική επικύρωση. Πενήντα τέσσερεις συνολικά κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν στις τρεις δημόσιες στημένες δίκες στην Μόσχα. Αλλά υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες που δικάστηκαν πίσω από κλειστές πόρτες από το Στρατιωτικό Συμβούλιο και καταδικάστηκαν σε θάνατο μετά από «δίκες» που συνήθως τελείωναν μέσα σε δέκα με δεκαπέντε λεπτά. (3). Τα θύματα ήταν μέσα από λίστες με ονόματα που είχαν ετοιμαστεί από το NKVD, μαζί με την προτεινόμενη ποινή. Τα ονόματα τους υποβάλλονταν στον Στάλιν και το Πολιτικό Γραφείο για έλεγχο. Τα ονόματα ήταν «ηγετικών αξιωματούχων του Κόμματος, των Σοβιέτ, της Κομσομόλ, των συνδικάτων, του Κόκκινου Στρατού, του NKVD, καθώς και συγγραφέων, καλλιτεχνών και επιφανών εκπροσώπων οικονομικών ιδρυμάτων που είχαν συλληφθεί από το ίδιο το NKVD.» (4). Ο Στάλιν και το Πολιτικό Γραφείο του έλεγχαν αυτές τις λίστες, και σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις έγκριναν τις προτεινόμενες ποινές, συνήθως θάνατος με πυροβολισμό. Υπάρχουν 383 λίστες στο Προεδρικό Αρχείο στην Μόσχα που υποβλήθηκαν στον Στάλιν μεταξύ του Φλεβάρη 1937 και του Σεπτέμβρη 1938 που περιέχουν τα δακτυλογραφημένα ονόματα 44.500 ατόμων. Οι υπογραφές του Στάλιν και των συναδέλφων του, μαζί με τα σχόλια τους γραμμένα με μολύβι, υπάρχουν πάνω σε αυτές τις λίστες. (5)
Το Στρατιωτικό Συμβούλιο εξέδωσε 14.732 καταδικαστικές αποφάσεις το 1937 και άλλες 24.435 το 1938. Ο Στάλιν ήταν ο κύριος διευθύνων της τρομοκρατίας και είχε βαθιά εμπλοκή στις καθημερινές της δραστηριότητες. Μόνο σε μία μέρα, ο Στάλιν έγκρινε 3.167 θανατικές καταδίκες για εκτέλεση από το Στρατιωτικό Συμβούλιο. (6). Υπάρχει ένας μεγάλος όγκος πληροφοριών για το πως το Στρατιωτικό Συμβούλιο διεξήγαγε τις εργασίες του. Οι μυστικές του δίκες συνήθως διεξάγονταν στην φυλακή Λεφόρτοβο στη Μόσχα. Ο αξιωματούχος που ήταν ο κυρίως υπεύθυνος για την όλη διαδικασία ήταν ο πρόεδρος του Συμβουλίου, Βασίλι Ούλριχ. Σε μία φορτωμένη ημέρα, το Συμβούλιο μπορούσε να καταπιαστεί με 30 ή περισσότερες υποθέσεις. Συχνά ήταν αναγκαίο να δημιουργεί το Συμβούλιο πρόσθετα δικαστήρια για να ανταπεξέλθει στον συνωστισμό των κρατουμένων. Ο συνήθης τρόπος ενέργειας ήταν να φέρνουν τους κρατούμενους μπροστά από το Συμβούλιο. Η κατηγορία διαβαζόταν στον κατηγορούμενο, από τον οποίο γενικά ζητούσαν μόνο να αναγνωρίσει την κατάθεση που είχε δώσει στην προγενέστερη του «εξέταση.» Όπως και να απαντούσε ο κατηγορούμενος, θετικά ή αρνητικά, αναγγελλόταν κατόπιν ότι η δίκη είχε περατωθεί. Μετά από ακρόαση πέντε παρόμοιων υποθέσεων, το Συμβούλιο αποσυρόταν για να εξετάσει τις ετυμηγορίες του, που είχαν ήδη αποφασιστεί και καταγραφεί. Τότε καλούσαν πάλι τους κατηγορουμένους για να ακούσουν την μοίρα τους - που πάντοτε σχεδόν ήταν ο θάνατος. Οι καταδίκες γενικά εκτελούνταν την ίδια ημέρα. (7)
Ήταν σκληρή αυτή η εργασία για τα μέλη του Συμβουλίου και χρειάζονταν πλούσια διατροφή για να μπορούν να ανταπεξέλθουν. Αποσύρονταν στην αίθουσα συσκέψεων για τα γεύματα τους, τα οποία, σύμφωνα με αναφορά ενός αξιωματούχου της φυλακής Λεφόρτοβο, αποτελούνταν από «ποικιλία από κρύους μεζέδες, που ήταν διάφορα είδη από λουκάνικα, τυριά, βούτυρο, μαύρο χαβιάρι, πίτες, γλυκά, σοκολάτα, φρούτα και χυμοί φρούτων.» Ο Ούλριχ κατάπινε τις τροφές με κονιάκ. (8)
Τα μέλη του Στρατιωτικού Συμβουλίου δεν έδιναν μόνο ετυμηγορίες. Συχνά παρακολουθούσαν ή ακόμη διενεργούσαν τις εκτελέσεις που είχαν διατάξει. Ο Ούλριχ επέστρεφε μερικές φορές στο σπίτι από την δουλειά με το αίμα των θυμάτων του πάνω στο παλτό του.
Η Μόσχα δεν ήταν η μόνη πόλη όπου γινόντουσαν οι μυστικές δίκες. Παράλληλες διαδικασίες διεξάγονταν σε πόλεις μέσα σε όλη την Σοβιετική Ένωση. Η τρομοκρατία δεν υποχώρησε παρά μόνον όταν το Σταλινικό καθεστώς είχε δολοφονήσει σχεδόν όλους τους εκπρόσωπους της Μαρξιστικής και σοσιαλιστικής κουλτούρας που είχαν θέσει τα πνευματικά θεμέλια της Οκτωβριανής Επανάστασης και της συγκρότησης της Σοβιετικής Ένωσης. Η Σοβιετική κοινωνία είχε συναισθηματικά κλονιστεί από την μαζική εξολόθρευση. Όπως ο Ρώσος μαρξιστής ιστορικός Βαντίμ Ζ. Ρογκόβιν έγραψε:
Μία έρημος καμένης γης σχηματίστηκε γύρω από τους δολοφονημένους ηγέτες του Μπολσεβικισμού, στον βαθμό που οι σύζυγοι τους, τα παιδιά και οι οι στενότεροι σύντροφοι τους εξαλείφονταν στην συνέχεια μετά από αυτούς. Ο φόβος που προκάλεσε η Σταλινική τρομοκρατία άφησε το σημάδι του στην συνείδηση και συμπεριφορά σε αρκετές γενιές του Σοβιετικού λαού· για πολλούς εκρίζωσε την ετοιμότητα, επιθυμία και ικανότητα για έντιμη ιδεολογική σκέψη. Ταυτόχρονα, οι εκτελεστές και καταδότες της εποχής του Στάλιν εξακολούθησαν να ευδοκιμούν· είχαν εξασφαλίσει την δική τους καλοπέραση και την ευημερία των παιδιών τους μέσα από την ενεργή τους συμμετοχή σε σκευωρίες, απελάσεις, βασανιστήρια, και άλλα παρόμοια. (9)
Η δικαιολογία των εγκλημάτων του Στάλιν βασιζόταν πάνω σε τερατώδη ψέματα, που παρουσίαζαν τους Μαρξιστές αντίπαλους και τα θύματα του γραφειοκρατικού/ολοκληρωτικού καθεστώτος - πάνω από όλους, τον Λέων Τρότσκι - σαν δολιοφθορείς, τρομοκράτες και πράκτορες διάφορων ιμπεριαλιστικών και φασιστικών δυνάμεων. Αλλά τα ψέματα που συγκροτούσαν την βάση των κατηγορητηρίων στις στημένες δίκες του Τρότσκι και άλλων Παλιών Μπολσεβίκων είχαν προετοιμαστεί τα προηγούμενα 15 χρόνια, πηγαίνοντας, δηλαδή, πίσω στην εκστρατεία ενάντια στον Τρότσκι που ξεκίνησε το 1922 από τον Στάλιν και τους αυτο-καταστροφικούς συμμάχους του, Κάμενεφ και Ζινόβιεφ.
Όπως εξήγησε ο Τρότσκι μετά τις πρώτες δύο δίκες της Μόσχας ( η ακροαματική διαδικασία του Αυγούστου 1936 ακολουθήθηκε από την δεύτερη στημένη δίκη του Γενάρη 1937), οι πηγές της δικαστικής σκευωρίας τελικά βρισκόντουσαν στην πλαστογράφηση των ιστορικών πηγών που είχε απαιτηθεί στην πολιτική πάλη ενάντια στον «Τροτσκισμό» - δηλαδή, ενάντια στην πολιτική αντίθεση στο γραφειοκρατικό καθεστώς του οποίου ηγούνταν ο Στάλιν. «Παραμένει αδιαφιλονίκητο ιστορικό γεγονός» εγραψε ο Τρότσκι τον Μάρτιο του 1937, «ότι η προετοιμασία των αιματηρών δικαστικών σκευωριών είχε το ξεκίνημα της στις ‘ελάσσονες’ ιστορικές αλλοιώσεις και την ‘αθώα’ παραποίηση παραπομπών σε κείμενα.» (10)
Κανείς από όσους έχουν μελετήσει τις πηγές της Σταλινικής τρομοκρατίας και έχουν καταπιαστεί σοβαρά με τις συνέπειες της είναι διατεθειμένος να υποεκτιμήσει τις πολιτικά αντιδραστικές και κοινωνικά καταστροφικές επιπτώσεις της ιστορικής πλαστογράφησης. Γνωρίζουμε από το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης ότι η πολιτική διαδικασία που πρωτοφανερώθηκε σαν πλαστογράφηση της ιστορίας της Ρωσικής Επανάστασης μεταλλάχτηκε τελικά στην μαζική εξόντωση των Ρώσων επαναστατών. Πριν ο Στάλιν περάσει στην ιστορία σαν ένας από τους χειρότερους δολοφόνους, είχε αποκτήσει λαμπρή φήμη σαν ο μεγαλύτερος ψεύτης.
Ο Τρότσκι όχι μόνο ξεσκέπασε τα ψέματα του Στάλιν· εξήγησε επίσης τις αντικειμενικές ρίζες και τη λειτουργία του απέραντου συστήματος πολιτικής και κοινωνικής διπλοπροσωπίας του καθεστώτος:
Χιλιάδες συγγραφείς, ιστορικοί και οικονομολόγοι στην ΕΣΣΔ διατάσσονται να γράφουν αυτό που δεν πιστεύουν. Καθηγητές σε πανεπιστήμια και δάσκαλοι σε σχολεία εξαναγκάζονται να αλλάζουν βιαστικά γραμμένα εγχειρίδια για να προσαρμοστούν στα διαδοχικά στάδια του επίσημου ψέματος. Το πνεύμα της Ιεράς Εξέτασης που διαποτίζει πλήρως την ατμόσφαιρα της χώρας τρέφεται ... από βαθιές κοινωνικές πηγές. Για να δικαιολογήσει τα προνόμια του το κυβερνών κοινωνικό στρώμα διαστρέφει την θεωρία που έχει σαν σκοπό της την εξάλειψη όλων των προνομίων. Το ψέμα χρησιμεύει, επομένως, σαν το θεμελιακό ιδεολογικό τσιμέντο της γραφειοκρατίας. Όσο πιο ασυμβίβαστη γίνεται η αντίφαση ανάμεσα στην γραφειοκρατία και τον λαό, τόσο πιο χοντροκομένο γίνεται το ψέμα, τόσο πιο ξεδιάντροπα μετατρέπεται σε εγκληματική πλαστογράφηση και δικαστική σκευωρία. Όποιος δεν έχει κατανοήσει την εσωτερική διαλεκτική του Σταλινικού καθεστώτος θα αποτύχει επίσης να κατανοήσει τις δίκες της Μόσχας. (11)
Μπορεί να φαίνεται εκπληκτικό αναδρομικά ότι τόσοι άνθρωποι που θεωρούσαν τους εαυτούς τους στην αριστερά ήταν έτοιμοι να δικαιολογήσουν, και ακόμη να πιστέψουν πραγματικά, τις κατηγορίες που επέρριπτε ο Σταλινικός εισαγγελέας Βυσίνσκι ενάντια στους κατηγορούμενους Παλιούς Μπολσεβίκους στις Δίκες της Μόσχας. Μία σημαντική μερίδα της προοδευτικής και αριστερής κοινής γνώμης αποδέχτηκε την νομιμότητα των Δικών της Μόσχας και με αυτόν τον τρόπο έδωσε την υποστήριξη της στην τρομοκρατία που μαινόταν στην ΕΣΣΔ. Το Σταλινικό καθεστώς - όποια και να ήταν τα εγκλήματα του μέσα στην Σοβιετική Ένωση - θεωρούνταν, τουλάχιστον μέχρι το Σύμφωνο μη-επίθεσης με τον Χίτλερ τον Αύγουστο 1939, σαν ένας πολιτικός σύμμαχος ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία. Πραγματιστικές εκτιμήσεις, ριζωμένες στην κοινωνική προοπτική των μικροαστών «φίλων της ΕΣΣΔ» κρύβονταν κάτω από τις απολογίες υπέρ του Στάλιν από πλατιές μερίδες της «αριστερής» κοινής γνώμης. Ακόμη και η αναίρεση βασικών στοιχείων των κατηγορητηρίων αγνοήθηκε από τους απολογητές του Στάλιν.(12). Το έργο της Επιτροπής Ντιούι, που πήρε το όνομα της απο τον Αμερικανό φιλελεύθερο φιλόσοφο που υπηρέτησε σαν πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής του 1937 των Σοβιετικών κατηγοριών ενάντια στον Τρότσκι, στεκόταν σε ευγενή αντίθεση προς την κυνική, ανέντιμη και αντιδραστική στάση που επικρατούσε σε κύκλους της αριστερής κοινής γνώμης, κυρίως στην Βρετανία, την Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Έργο του Ε.Χ.Καρρ και του Ισαάκ Ντόιτσερ
Επρόκειτο να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες πριν το οικοδόμημα των σταλινικών ψευδών που ορθώθηκε στις δίκες της Μόσχας αρχίσει να καταρρέει. Το αποφασιστικό γεγονός σε αυτή την διαδικασία ήταν η «μυστική ομιλία» του Κρούστσεφ τον Φλεβάρη 1956 προς το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, όπου ο εγκληματικός χαρακτήρας της τρομοκρατίας του Στάλιν αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά. Αλλά πριν από αυτή την αποκάλυψη, σημαντικές εξελίξεις προηγήθηκαν στον χώρο της ιστορικής έρευνας που συνέβαλαν αφάνταστα σε μία πραγματικά ακριβή και βαθύτερη κατανόηση της ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης και του ρόλου του Λέων Τρότσκι.
Το πρώτο μείζον γεγονός στην ιστορική αποκατάσταση του Τρότσκι ήταν η έκδοση της μνημειώδους ιστορίας της Σοβιετικής Ρωσίας του Ε.Χ.Καρρ, και ιδιαίτερα του τέταρτου τόμου με τίτλο Η Μεσοβασιλεία. Αυτός ο τόμος, που έκανε εκτενή χρήση επίσημων Σοβιετικών ντοκουμέντων που ήταν διαθέσιμα στην Δύση, έδωσε μία λεπτομερή αναφορά για τις πολιτικές διαμάχες που ξέσπασαν μέσα στην ηγεσία του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1923-1924. Ο Καρρ δεν είχε πολιτική συμπάθεια προς τον Τρότσκι. Αλλά συνόψισε και ανάλυσε έξοχα τα σύνθετα ζητήματα προγράμματος, πολιτικής και αρχών με τα οποία καταπιάστηκε ο Τρότσκι σε μία δύσκολη και κρίσιμη περίοδο της Σοβιετικής ιστορίας. Η αφήγηση του Καρρ έκανε σαφές ότι ο Τρότσκι έγινε ο στόχος μιας αδίστακτης επίθεσης που, στα αρχικά της στάδια, υποκινούνταν από τους υποκειμενικούς υπολογισμούς των αντιπάλων του για προσωπική εξουσία. Ενώ ο Καρρ έκανε πολλή κριτική στην αντίδραση του Τρότσκι στις προκλήσεις του Στάλιν, του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ, σαν ιστορικός δεν άφησε καμμιά αμφιβολία ότι θεωρούσε τον Τρότσκι, δίπλα στον Λένιν, σαν την δεσπόζουσα μορφή της Μπολσεβίκικης Επανάστασης. Σε «πολλές σφαίρες» επαναστατικής πολιτικής δραστηριότητας, υποστήριξε ο Καρρ σε ένα μεταγενέστερο τόμο, ο Τρότσκι «ήταν λαμπρότερος» ακόμη και από τον Λένιν. Όσο για τον Στάλιν, ο Καρρ έγραψε ότι ο Τρότσκι τον «ξεπερνούσε σχεδόν σε όλες.» Αλλά η μείωση του επαναστατικού ζήλου μέσα στην ΕΣΣΔ, ολοένα και πιο αισθητή μετά το 1922, επηρέασε την πολιτική τύχη του Τρότσκι. «Ο Τρότσκι ήταν ένας ήρωας της επανάστασης» έγραψε ο Καρρ. «Η πτώση του ήλθε με το τέλος της ηρωικής εποχής.» (13)
Το δεύτερο μείζον γεγονός στη μελέτη της Σοβιετικής ιστορίας ήταν η έκδοση της επιβλητικής βιογραφικής τριλογίας του Ισαάκ Ντόιτσερ: Ο Οπλισμένος Προφήτης, Ο Άοπλος Προφήτης και Ο Εξόριστος Προφήτης. Τον Απρίλη 2007 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την γέννηση του Ντόιτσερ· και αρμόζει να αποτίσουμε φόρο τιμής στα επιτεύγματα του σαν ιστορικού και βιογράφου. Αν και μιλώ σαν κάποιος που διαφωνεί βαθιά με πολλές από τις πολιτικές εκτιμήσεις του Ντόιτσερ - ιδιαίτερα με όσες σχετίζονται με την απόφαση του Τρότσκι να ιδρύσει την Τετάρτη Διεθνή, στην οποία ο Ντόιτσερ αντιτάχθηκε - είναι δύσκολο να υπερεκτιμήσουμε την επίπτωση της τριλογίας του Προφήτη του Ντόιτσερ. Δεν ήταν απρεπής όταν σύγκρινε το δικό του έργο με αυτό του Τόμας Καρλάιλ που, σαν βιογράφος ενός άλλου επαναστάτη, του Όλιβερ Κρόμγουελ, «έπρεπε να βγάλει σέρνοντας τον Λόρδο Προστάτη κάτω από ένα βουνό νεκρών σκύλων και ένα βαρύ φορτίο συκοφαντίας και λήθης.» (14). Ο Ντόιτσερ ανάφερε περήφανα ένα Βρετανό κριτικό που έγραψε ότι ο πρώτος τόμος της τριλογίας, Ο Οπλισμένος Προφήτης, «ανατρέπει τρεις δεκαετίες Σταλινικής δυσφήμισης.» (15)
Εκτός από τα έργα του Καρρ και του Ντόιτσερ, κατά τις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70, μία καινούργια γενιά ιστορικών έκανε σημαντικές συνεισφορές στην κατανόηση μας της Ρωσικής Επανάστασης, την προέλευση και εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης και των κύριων προσωπικοτήτων της. Ο Λέοπολντ Χάιμσον, ο Σάμουελ Μπάρον, ο Ρόμπερτ Ντάνιελς, ο Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς, ο Ρόμπερτ Τάκερ, ο Μοσέ Λέγουιν, ο Μαρσέλ Λίπμαν, ο Ρίτσαρντ Ντέι, και ο Μπαρούχ Κνάι-Παζ έρχονται αμέσως στο μυαλό. Η αναγνώριση της αξίας του έργου τους και η εκτίμηση της έρευνας τους δεν συνεπάγεται συμφωνία με τις κρίσεις και τα συμπεράσματα τους, ούτε και χρειάζεται. Η διαρκής σημασία των συλλογικών τους προσπαθειών, καθώς και άλλων που δεν έχω ονομάσει, είναι στην συμβολή τους να αναιρέσουν τα ψέματα, τις διαστρεβλώσεις και τις μισές αλήθειες που έχουν σκεπάσει βαριά για τόσες δεκαετίες την ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης και της Σοβιετικής Ένωσης. Και όχι μόνο τις πλαστογραφήσεις της Σοβιετικής κυβέρνησης, αλλά επίσης την αποβλακωτική αντι-Μαρξιστική προπαγάνδα της αμερικανικής κυβέρνησης την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Για να έχουμε κάποιαν αίσθηση της επίπτωσης του έργου αυτών των ιστορικών στο πνευματικό κλίμα του καιρού τους, επιτρέψτε μου να παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το κείμενο μιας μελέτης για την ζωή του Τρότσκι που δημοσιεύτηκε το 1973 σαν μέρος της γνωστής σειράς "Great Lives Observed". Αυτή η σειρά - που εκδόθηκε από τον Πρέντις-Χόλ, τον καθιερωμένο οίκο διανομής εκπαιδευτικών βιβλίων - ήταν ένας στυλοβάτης των μαθημάτων ιστορίας στα πανεπιστήμια τις δεκαετίες του '60 και του '70. Χιλιάδες φοιτητές που μελετούσαν Ρώσικη ή σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία θα γνώριζαν την μορφή του Λέων Τρότσκι μέσα από αυτόν τον τόμο, και ιδού τι θα διάβαζαν από την πρώτη κιόλας παράγραφο:
Με το πέρασμα του χρόνου το ανάστημα των ιστορικών μορφών είτε συρρικνώνεται είτε αυξάνεται. Στην περίπτωση του Λέων Τρότσκι το πέρασμα του χρόνου, μετά μία σύντομη έκλειψη, έχει αυξήσει την παρουσία του ώστε να εμφανίζεται σήμερα, για καλύτερα ή χειρότερα, σαν ένας από τους γίγαντες του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την ζωή του Τρότσκι αντανακλάται στις πολυάριθμες μελέτες που αρχίζουν να παρουσιάζονται, και σε όλα σχεδόν τα γραπτά του που είναι ξαφνικά διαθέσιμα. Για πολλούς από την γενιά της Νέας Αριστεράς ο Τρότσκι έχει διεκδικήσει ξανά το γόητρο και τον μανδύα του κατεξοχή επαναστατικού ηγέτη. (16)
Η εισαγωγή έδινε, με βάση τα ευρήματα σύγχρονων ερευνητών, μία συνοπτική αξιολόγηση της επαναστατικής σταδιοδρομίας του Τρότσκι. Καθώς αναφερόταν, «το επιχείρημα που προβάλλει την διεκδίκηση του Τρότσκι για σπουδαιότητα στηρίζεται στην συνεισφορά του στην πολιτική θεωρία, την λογοτεχνική του κληρονομιά και πάνω από όλα στον ρόλο του σαν άνθρωπος δράσης.» Σαν θεωρητικός, η ανάλυση του Τρότσκι για τις Ρωσικές κοινωνικές δυνάμεις και η επεξεργασία της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης «υποδηλώνουν ότι σαν Μαρξιστής στοχαστής μπορούσε, με την δύναμη της δημιουργικότητας του, να προχωρήσει πιο πέρα από τις διατυπώσεις του Μαρξ και του Ένγκελς. Ο Τρότσκι, λοιπόν, θα μπορούσε θα μπορούσε επάξια να τοποθετηθεί ανάμεσα στον λαμπρό κύκλο Μαρξιστών θεωρητικών όπως ο Πλεχάνωφ, ο Κάουτσκι, η Λούξεμπουργκ ή ακόμη και ο ίδιος ο Λένιν.» Σαν λογοτεχνική μορφή ο Τρότσκι στεκόταν ψηλότερα ακόμη και από αυτούς τους μεγάλους Μαρξιστές. «Υπέροχο παιχνίδι των λέξεων, δηκτικός σαρκασμός, και λαμπρή σκιαγράφηση χαρακτήρων είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του γραψίματος του. Καθώς διαβάζουμε τον Τρότσκι παρατηρούμε τον λογοτέχνη την στιγμή που δημιουργεί.» Στην συνέχεια υπήρχαν τα επιτεύγματα του Τρότσκι σαν άνθρωπου δράσης. Η εισαγωγή σημείωνε ότι «ο ρόλος του Τρότσκι στην Ρώσικη επαναστατική ιστορία είναι δεύτερος μόνο σε αυτόν του Λένιν,» και υπογράμμιζε την «αποφασιστική ηγεσία του στην Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή που έστρωσε τον δρόμο για την εξέγερση του Οκτώβρη ...» Επίσης τράβηξε την προσοχή στις «αποφασιστικές προσπάθειες του Τρότσκι να χτίσει τον Κόκκινο Στρατό αντιμετωπίζοντας τεράστια εμπόδια ...» (17)
Κανένα από αυτά τα επιτεύγματα δεν ήταν γνωστό στην μάζα των Σοβιετικών πολιτών. Δεν υπήρχε καμμία έντιμη εξιστόρηση της ζωής και του έργου του Τρότσκι μέσα στην ΕΣΣΔ, επειδή οι Σοβιετικοί ιστορικοί «έχουν προ πολλού εγκαταλείψει την ευθύνη της αντικειμενικής ιστορικής συγγραφής και καταπιάνονται με τις αλλόκοτες προσπάθειες να δημιουργήσουν μία νέα δαιμονολογία.» Μέσα στην Σοβιετική Ένωση ο Τρότσκι παράμεινε «μία αφηρημένη έννοια του κακού - μία δύναμη που αντιμάχεται το μελλοντικό πεπρωμένο του Σοβιετικού λαού.» (18) Αλλά έξω από την ΕΣΣΔ η κατάσταση ήταν διαφορετική:
Η Σοβιετική δαιμονολογία, παράλογη από την αρχή, έχει σε μεγάλο βαθμό κατατροπωθεί, τουλάχιστο στον Δυτικό κόσμο. Το τρίτο μέρος αυτού του βιβλίου περιέχει επιλογές από σχετικά πρόσφατους συγγραφείς πάνω στο πρόβλημα του Τρότσκι. Τα καλύτερα δείγματα αυτής της πιο αντικειμενικής έρευνας είναι η πολύτομη μελέτη του Έντουαρντ Χάλετ Καρρ, Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση, και η προσεκτική τρίτομη μελέτη του Ισαάκ Ντόιτσερ για τον Τρότσκι. Η ιστορική συζήτηση μπορεί να μην τελειώνει ποτέ, αλλά κάτω από το φως αυτών των πιο σύγχρονων μελετών ο ρόλος του Τρότσκι μέσα στην Ρώσικη εμπειρία μπορεί να θεωρηθεί με μία νέα και θετική προοπτική. Στην Δύση, το νέφος του μιάσματος έχει εξαφανιστεί· η δαιμονική ιεράρχηση έχει εξορκιστεί. Τώρα μπορούμε να καταπιαστούμε με την επεξεργασία των υλικών δυνάμεων και των ζητημάτων που ώθησαν και ενέπνευσαν την δράση και τις πράξεις του Λέων Τρότσκι. (19)
Παράθεσα εκτεταμένα αποσπάσματα από αυτό το κείμενο επειδή δίνει μία σαφή περίληψη αυτού που θα λεγόταν γενικά στους φοιτητές που μελετούσαν ιστορία σε πανεπιστημιακό επίπεδο πριν 35 περίπου χρόνια σχετικά με τον Λέων Τρότσκι. (20). Όταν στραφούμε στα κείμενα που παρουσιάζονται σήμερα στους φοιτητές, γίνεται αμέσως φανερό ότι ζούμε σήμερα σε ένα πολύ διαφορετικό - και πολύ λιγότερο υγιές - πνευματικό περιβάλλον. Αλλά πριν μπορέσω να το κάνω αυτό, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε, έστω και σύντομα, την αντιμετώπιση του Τρότσκι στην Σοβιετική ιστορική λογοτεχνία στον απόηχο του 20ου Συνέδριου και της «μυστικής ομιλίας» του Κρούστσεφ.
Η Σοβιετική Ιστορία Μετά το 20ο Συνέδριο
Η επίσημη αποκάλυψη των εγκλημάτων του Στάλιν το 1956 έθεσε την γραφειοκρατία του Κρεμλίνου και τους πολλούς απολογητές της σε αμυντική στάση. Η σύμφωνα με την κομματική γραμμή εκδοχή της ιστορίας ήταν το Σύντομο Εγχειρίδιο της Ιστορίας του ΚΚΣΕ γραμμένο πριν δύο δεκαετίες από τον ίδιο τον Στάλιν. Από την στιγμή που ο Κρούστσεφ ανέβηκε στο βήμα του Εικοστού Συνέδριου του Κόμματος, αυτή η σύνοψη από απίστευτα ψέματα, βουτηγμένα μέσα στο ανθρώπινο αίμα, έχασε κάθε αξιοπιστία. Αλλά με τί θα μπορούσε να αντικατασταθεί; Σε αυτό το ερώτημα η Σοβιετική γραφειοκρατία δεν βρήκε ποτέ μία βιώσιμη απάντηση.
Κάθε σημαντικό ζήτημα που έχει σχέση με την ιστορία του Ρωσικού επαναστατικού κινήματος - τα γεγονότα του 1917, ο Εμφύλιος Πόλεμος, τα πρώτα χρόνια του Σοβιετικού κράτους, οι εσωκομματικές διαμάχες της δεκαετίας του '20, η ανάπτυξη της Σοβιετικής γραφειοκρατίας, η σχέση της Σοβιετικής Ένωσης με τα διεθνή επαναστατικά κινήματα και αγώνες, η εκβιομηχάνιση, η κολλεκτιβοποίηση, η Σοβιετική πολιτική για την κουλτούρα και η Σταλινική τρομοκρατία - έθεταν αναπόφευκτα το ζήτημα του Λεβ Νταβίντοβιτς Τρότσκι. Κάθε κριτική του Στάλιν έθετε το ερώτημα: Είχε δίκιο ο Τρότσκι; Τα ιστορικά, πολιτικά, θεωρητικά και ηθικά ζητήματα που προέκυπταν από την αποκάλυψη των εγκλημάτων του Στάλιν και οι καταστροφικές επιπτώσεις των πολιτικών του και της προσωπικότητας του σε κάθε όψη της Σοβιετικής κοινωνίας δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την απλή απομάκρυνση του Στάλιν απο το γυάλινο μαυσωλείο του δίπλα στον Λένιν και τον επανενταφιασμό του πτώματος του κάτω απο το τείχος του Κρεμλίνου.
Ο Ισαάκ Ντόιτσερ έτρεφε την ελπίδα - μία ελπίδα που αντανακλούσε τους περιορισμούς της πολιτικής του προοπτικής - ότι η Σταλινική γραφειοκρατία θα έβρισκε την τελευταία στιγμή κάποιο τρόπο να συμβιβαστεί με την ιστορία και να κάνει την ειρήνη της με τον Λέων Τρότσκι. Η ελπίδα αποδείχτηκε μάταια. Για να αντιμετωπιστεί έντιμα ο Τρότσκι θα απαιτούσε να γίνουν τα γραπτά του σε κάποια στιγμή διαθέσιμα. Ωστόσο, αν και έχουν περάσει δεκαετίες, το ξεσκέπασμα και οι καταγγελίες του Σταλινικού καθεστώτος από τον Τρότσκι παράμεναν στις επαναστατικές τους δυνατότητες τόσο εκρηκτικά όσο υπήρξαν και στην διάρκεια της ζωής του.
Αφότου ο Γκορμπατσώφ ανέλαβε την εξουσία το 1985 και εγκαινίασε την πολιτική του της glasnost, υπήρξε μία μεγάλη δημόσια συζήτηση για την επίσημη αποκατάσταση του Τρότσκι. Καθώς πλησίαζε η 70η επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης, αναμενόταν ευρέως ότι ο Γκορμπατσώφ θα έβρισκε την ευκαιρία να αναγνωρίσει τον ρόλο του Τρότσκι στην ηγεσία της Οκτωβριανής Επανάσταση και τον αγώνα του ενάντια στον Στάλιν. Αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Στις 2 Νοέμβρη 1987, μιλώντας σε τηλεοπτικό διάγγελμα προς ένα εθνικό ακροατήριο, ο Γκορμπατσώφ κατάγγειλε πάλι τον Τρότσκι με παραδοσιακούς Σταλινικούς όρους. Ο Τρότσκι, είπε, «ήταν ένας πολιτικός με υπερβολική αυτοπεποίθηση, που πάντοτε ταλαντευόταν και εξαπατούσε.» (21)
Τον καιρό που ο Γκορμπατσώφ εκφώνησε την επαίσχυντη ομιλία του, το ενδιαφέρον για τον Τρότσκι και την πάλη της Αριστερής Αντιπολίτευσης ενάντια στον Σταλινισμό αναπτυσσόταν ήδη γοργά μέσα στην Σοβιετική Ένωση. Σοβιετικά περιοδικά όπως το Argumenty i facty που δημοσίευαν, για πρώτη φορά από την δεκαετία του '20, ντοκουμέντα σχετικά με τον Τρότσκι γνώρισαν μία μαζική αύξηση της κυκλοφορίας τους. Τροτσκιστές από την Ευρώπη, την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ταξίδεψαν στην Σοβιετική Ένωση και έδωσαν διαλέξεις με μεγάλα ακροατήρια. Η ομιλία του Γκορμπατσώφ ήταν καθαρά μία απόπειρα να αντιμετωπιστεί αυτή η καινούργια κατάσταση, αλλά αποδείχτηκε εντελώς ανεπιτυχής. Τα παλιά Σταλινικά ψέματα - η άρνηση του ρόλου του Τρότσκι στην Οκτωβριανή Επανάσταση, η παρουσίαση του σαν εχθρού της Σοβιετικής Ένωσης - είχαν χάσει κάθε αξιοπιστία.
Μέσα σε λίγο περισσότερο από τέσσερα χρόνια μετά την ομιλία του Γκορμπατσώφ, η Σοβιετική Ένωση είχε πάψει να υπάρχει. Η προειδοποίηση του Τρότσκι ότι η Σταλινική γραφειοκρατία, εκτός εάν ανατρεπόταν από την εργατική τάξη, θα κατάστρεφε τελικά την Σοβιετική Ένωση και θα άνοιγε τον δρόμο για την επαναφορά του καπιταλισμού είχε δικαιωθεί.
(1) Δημοσιεύτηκε στο World Socialist Web Site (www.wsws.org) στις 9, 10, 11 και 12 Μαίου 2007. [www.wsws.org/articles/2007/may2007/lectlett-m22.pdf]
(2) “Soviet Repression Statistics: Some Comments,” Europe-Asia Studies, Τομ. 54, Αρ. 7 (Νοέμβριος 2002), σελ. 1162.
(3) Το υλικό αναφορικά με το έργο του Συμβουλίου βασίζεται στο Marc Jansen and Nikita Petrov, “Mass rerror and the Court: The Military Collegium of the USSR,” Europe-Asia Studies, Τομ. 58, Αρ. 4 (Ιούνης 2006), σελ. 589-602.
(4) Ibid., σελ. 591.
(5) Ibid.
(6) Ibid., σελ. 593.
(7) Ibid., σελ. 595.
(8) Ibid., σελ. 596.
(9) Vadim Z. Rogovin, 1937: Stalin's Year of Terror (Oak Park, MI: Mehring Books, 1998), σελ. xxii-xxiii.
(10) Leon Trotsky, The Stalin School of Falsification (London: New Park Publications, 1974), σελ. ix.
(11) Ibid., σελ. xiii.
(12) Για παράδειγμα, στην πρώτη δίκη της Μόσχας, ο κατηγορούμενος Χόλτζμαν κατέθεσε ότι είχε σταλεί σαν ταχυδρόμος στην Κοπεγχάγη το 1932, όπου υποτίθεται ότι συνάντησε τον γιο του Τρότσκι Λέων Σεντώφ στο ξενοδοχείο Μπρίστολ και παρέλαβε από αυτόν στασιαστικές αντι-Σοβιετικές οδηγίες. Σύντομα προέκυψε ότι το ξενοδοχείο Μπρίστολ στην Κοπεγχάγη είχε καταστραφεί σε πυρκαγιά δεκαπέντε χρόνια πριν, το 1917. Η κρίσιμη συνωμοτική συνάντηση δεν ήταν δυνατό να είχε πραγματοποιηθεί. Στην δεύτερη δίκη, ο Παλιός Μπολσεβίκος και πρώην μέλος της Αριστερής Αντιπολίτευσης Γιούρι Πυατακώφ κατέθεσε ότι όταν ήταν στο Βερολίνο τον Δεκέμβρη 1935 για Σοβιετικές υποθέσεις, είχε πάει με μυστική πτήση στο Όσλο. Ο Πυατακώφ ισχυρίσθηκε ότι μεταφέρθηκε με αυτοκίνητο στο σπίτι του Τρότσκι. O Πυατακώφ κατέθεσε ότι όταν έφθασε εκεί – απαγγέλοντας ένα σενάριο που είχε γραφτεί από τους ανακριτές του NKVD – ο Τρότσκι τον πληροφόρησε για τις επαφές του (του Τρότσκι) με τις κατασκοπευτικές υπηρεσίες της Ναζιστικής Γερμανίας. Αλλά πριν ακόμη τελειώσει η δίκη, η κατάθεση του Πυατακώφ είχε καταρρεύσει. Ο Νορβηγικός τύπος ανέφερε ότι κανένα ξένο αερόπλανο δεν είχε προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Όσλο μεταξύ του Σεπτέμβρη 1935 και Μάη 1936! Η ιστορία του Πυατακώφ, που ήταν απολύτως στο επίκεντρο της όλης Σταλινικής σκευωρίας, αποκαλύφθηκε σαν μία ξεδιάντροπη επινόηση.
(13) E. H. Carr, Socialism in One Country, Τομ. 1 (Baltimore, MD: Pelican Books,1970), σελ. 167.
(14) The Prophet Unarmed (London & New York: Verso,2003), σελ. vii
(15) Ibid.
(16) Trotsky, συντάκτης Irving H. Smith (Englewood Cliffs, N.J.: Prentice-Hall, 1973), σελ. 1.
(17) Ibid.
(18) Ibid., σελ. 1-2.
(19) Ibid.
(20) Μία ανασκόπηση αυτού του τόμου σε ένα ακαδημαϊκό περιοδικό, The History Teacher, τεκμηριώνει αυτή την εκτίμηση για το αναγνωστικό κοινό στο οποίο στοχεύει:
«Σε σχέση με την διδασκαλία και χρήση στην σχολική αίθουσα, αυτή η έκδοση οφείλει να βρεί σημαντική αποδοχή. Σε αντίθεση με άλλες εκδόσεις αυτής της σειράς, αυτό το έργο δεν πρόκειται να χάσει τους αναγνώστες του με μια πληθώρα παραθέσεων από τα φιλοσοφικά και πολιτικά κείμενα της μορφής με την οποία ασχολείται. Περιγράφει συνοπτικά τα επιτεύγματα του Τρότσκι και παρέχει στον αναγνώστη τις διαφορετικές ιστορικές ερμηνείες της σταδιοδρομίας του. Ένας άξιος εκπαιδευτής για οποιαδήποτε σύγχρονη Ρωσική σειρά μαθημάτων θα πρέπει να είναι σε θέση να κάνει αποτελεσματική χρήση του κειμένου χρησιμοποιώντας τις σχετικά σύντομες επιλογές σαν αφετηρίες για περαιτέρω εξέταση των συνολικών θέσεων του συγγραφέα. Ο μέσος φοιτητής θα εκτιμήσει με χαρά την συντομία του – μόνο 170 σελίδες. Ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία θα έχει η χρησιμότητα που θα βρεί ο πραγματικός φοιτητής της Ρωσικής ιστορίας. Υποκινούμενος από το περιεχόμενο αλλά απογοητευμένος με την συντομία του, ελπίζεται ότι ότι θα σκάψει βαθύτερα μέσα στα πραγματικά ημερολόγια, αυτοβιογραφίες και βιογραφίες που υπάρχουν για τον Τρότσκι. Η επιτυχία κάθε κειμένου που έχει συνταχθεί σε αυτή την σειρά πρέπει να μετριέται με τον αριθμό των φοιτητών που κάνουν ακριβώς αυτό.» (Τομ. 7, Αρ. 2 [Φλεβάρης 1974], σελ. 291-292).
(21) Αυτό δεν ήταν όλο. Ο Γκορμπατσώφ συνέχισε:
«Ο Τρότσκι και οι Τροτσκιστές αρνήθηκαν την δυνατότητα να χτιστεί ο σοσιαλισμός σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης. Στην εξωτερική πολιτική έδωσαν προτεραιότητα στην εξαγωγή της επανάστασης, και στην εσωτερική πολιτική στον ασφυκτικό περιορισμό των αγροτών, στην εκμετάλλευση της υπαίθρου από την πόλη, και στην διακυβέρνηση της κοινωνίας με διοικητικά και στρατιωτικά διατάγματα.
Ο Τροτσκισμός ήταν ένα πολιτικό ρεύμα που οι ιδεολόγοι του καλύπτονταν πίσω από μία αριστερίστικη ψευτο-επαναστατική ρητορεία, και που στην πράξη έπαιρναν μία ηττοπαθή στάση. Αυτό ήταν στην ουσία μία επίθεση ενάντια στον Λενινισμό σε όλη του την έκταση. Το ζήτημα αφορούσε στην πράξη το μέλλον του σοσιαλισμού στην χώρα μας, την μοίρα της επανάστασης. Σε αυτές τις συνθήκες, ήταν ουσιώδες να διαψεύσουμε τον Τροτσκισμό μπροστά σε όλο τον λαό και να απογυμνώσουμε την αντισοσιαλιστική του ουσία. Η κατάσταση περιπλεκόταν από το γεγονός ότι οι Τροτσκιστές δρούσαν από κοινού με την νέα αντιπολίτευση που είχε επικεφαλής τον Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και τον Λεβ Κάμενεφ. Γνωρίζοντας ότι αποτελούσαν την μειοψηφία, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν επανειλημμένα επιβαρύνει το κόμμα με συζητήσεις, υπολογίζοντας σε μία διάσπαση στις τάξεις του.
Αλλά σε τελευταία ανάλυση, το κόμμα αποφάνθηκε υπέρ της γραμμής της Κεντρικής Επιτροπής και ενάντια στην αντιπολίτευση, που σύντομα συντρίφτηκε ιδεολογικά και οργανωτικά. Σε συντομία, ο ηγετικός πυρήνας του κόμματος με επικεφαλής τον Τζόζεφ Στάλιν, είχε διαφυλάξει τον Λενινισμό με ένα ιδεολογικό αγώνα. Καθόρισε την στρατηγική και την τακτική στο αρχικό στάδιο της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης, παίρνοντας την έγκριση για την πολιτική του γραμμή από τα περισσότερα μέλη του κόμματος και από τους περισσότερους εργαζόμενους. Σε ένα σημαντικό μέρος η ιδεολογική ήττα του Τροτσκισμού οφείλεται στους Νικολάι Μπουχάριν, Φέλικς Ντζερζίνσκι, Σεργκέι Κίροφ, Γκριγκόρι Ορτζονίκιτζε, Γιαν Ρούτζουτακ και άλλους.» (New York Times, 3 Νοέμβρη, 1987).